αγριοτοπία

αγριοτοπία
ἀγριοτοπία, η (Μ)
ο αγριότοπος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριο- + ουσ. τόπος + κατάλ. -ία, ίσιος με επίδραση τού ουσ. τοποθεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”